- ψηφοθέτης
- ψηφοθέτηςmaker of tessellated pavementsmasc nom sgψηφοθετέωmaker of tessellated pavementsimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηφοθέτης — ο, ΝΜΑ ψηφιδογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + θέτης (< τίθημι), πρβλ. ὁρο θέτης] … Dictionary of Greek
ψηφοθέτης — ο αυτός που κατασκευάζει ψηφοθετήματα, ψηφιδωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηφοθέταις — ψηφοθέτης maker of tessellated pavements masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
ψηφοθεσία — ἡ, Α [ψηφοθέτης] ψηφοθέτηση … Dictionary of Greek
ψηφοθετώ — ψηφοθετῶ, έω, ΝΜΑ [ψηφοθέτης] κατασκευάζω ψηφιδωτό … Dictionary of Greek
ψηφοθετώ — και ψηφοθετάω κατασκευάζω ψηφοθετήματα, είμαι ψηφοθέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)